- παραγγολή
- η1. παραγγελία2. (ειδικά) παραγγελία-επιθυμία που περιέχεται σε διαθήκη ή που διατυπώνεται προφορικά από άτομο που πεθαίνει («ν' αφήκω τη διαθήκη μου και τις παραγγολές μου», δημοτ. τραγ.)3. στον πληθ. οι παραγγολέςπαραινέσεις, συστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. διαλ. τ. τής λ. παραγγελία].
Dictionary of Greek. 2013.